- αλιτήριος
- -α, -οάδικος, ασεβής, πανούργος, άθλιος, κακοποιός: Τους είχε εξαπατήσει για δεύτερη φορά ο αλιτήριος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἁλιτήριος — ἀλιτήριος , ἀλιτήριος sinning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτήριος — sinning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιτήριος — ια, ιο (Α ἀλιτήριος, ιον) σκληρός, αδίσταχτος, κακοήθης, δόλιος, κατεργάρης αρχ. 1. αυτός που διαπράττει αμάρτημα, άδικος, ασεβής, ανόσιος 2. αυτός που φέρνει την καταστροφή, τον όλεθρο, πληγή, μάστιγα 3. αίτιος, ένοχος για κάτι 4. εκδικητής… … Dictionary of Greek
κἀλιτήριος — ἀλιτήριος , ἀλιτήριος sinning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειτήριον — ἀλιτήριος sinning masc/fem acc sg ἀλιτήριος sinning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτηρίω — ἀλιτήριος sinning masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀλιτήριος sinning masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτηρίως — ἀλιτήριος sinning adverbial ἀλιτήριος sinning masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτήριον — ἀλιτήριος sinning masc/fem acc sg ἀλιτήριος sinning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειτηρίοις — ἀλιτήριος sinning masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειτηρίων — ἀλιτήριος sinning masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)